άρρευστος

άρρευστος
ἄρρευστος, -ον (AM) [ρευστός < ρέω]
ο αναλλοίωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄρρευστος — without flux masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρεύστως — ἄρρευστος without flux adverbial ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρευστον — ἄρρευστος without flux masc/fem acc sg ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρεύστου — ἄρρευστος without flux masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρεύστους — ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρευστα — ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρευστοι — ἄρρευστος without flux masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”